TOPICS
Το Self Portrait [Αυτοπροσωπογραφία] έχει τον υπότιτλο Kissing with Scopolamine [Φιλώντας με σκοπολαμίνη]. Πρόκειται για έργο από σειρά τριών, την οποία ο καλλιτέχνης περιγράφει ως «πορτραίτα με ορούς της αλήθειας». Τα άλλα δύο έργα της τριλογίας έχουν τους υπότιτλους Kissing with Sodium Pentothal [Φιλώντας με νατριούχο θειοπεντάλη] και Kissing with Amobarbital [Φιλώντας με αμοβαρβιτάλη]. Η σειρά των διαφανειών τεκμηριώνει τρεις περφόρμανς που δόθηκαν αντίστοιχα στη Lisson Gallery του Λονδίνου, στο Van Abbemuseum του Αϊντχόφεν και στο υπνοδωμάτιο του καλλιτέχνη. Στις περφόρμανς, ο Γκόρντον φιλάει στα χείλη τρία διαφορετικά πρόσωπα, έχοντας κάθε φορά και έναν διαφορετικό «ορό της αλήθειας» στα δικά του χείλη. Οι προβολές των διαφανειών γίνονται σε αρνητικό. Η περιγραφή «οροί της αλήθειας» αποτελεί ένα ειρωνικό σχόλιο του καλλιτέχνη. Οι τρεις χημικές ουσίες –σκοπολαμίνη, νατριούχος θειοπεντάλη και αμοβαρβιτάλη– χρησιμοποιούνται αντίστοιχα κατά της ναυτίας, ως ηρεμιστικό και ως υπνωτικό. Κατά καιρούς, θεωρήθηκαν ότι ενθάρρυναν την ειλικρίνεια, και χρησιμοποιήθηκαν από διάφορες μυστικές υπηρεσίες. Φαίνεται, ωστόσο, ότι πρόκειται για μύθο, τον οποίο διαιωνίζουν ταινίες όπως το True Lies [Αληθινά ψέματα] με τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ. Η χρήση αυτών των αποκαλούμενων ορών της αλήθειας σε αυτά τα πορτραίτα δεν προδίδει καθόλου την πραγματική σχέση των δύο ατόμων που φιλιούνται. Σε συνέντευξή του, ο Γκόρντον λέει σχετικά: «Μια σχέση που δεν προχωράει πιο πέρα από ένα φιλί μπορεί, ωστόσο, να είναι πιο σημαντική από μια σχέση με κάποιον με τον οποίο ζεις μαζί επί χρόνια.» Παρά τις κοντινές λήψεις που θυμίζουν ακτινογραφία και τη χρήση των «ορών της αλήθειας», ο θεατής τελικά παραμένει μετέωρος όσον αφορά την πραγματική κατάσταση του ζευγαριού που φιλιέται. Με τη σειρά έργων αυτή, ο Γκόρντον προσφέρει ένα σχόλιο πάνω στην κοινωνία-ηδονοβλεψία, την ορμέμφυτη τάση να θέλουμε να δούμε αυτό που συνήθως δεν βλέπουμε. Ο καλλιτέχνης θεωρεί ριάλιτι όπως το The Delivery ως παραδείγματα αυτής της τάσης. Στο παρόν έργο, μπορούμε να δούμε τα πάντα, χωρίς όμως να πλησιάζουμε καθόλου πιο κοντά στην «αλήθεια».